- ἀνακρουστικός
- ἀνακρου-στικός, ή, όν,A capable of reacting,
πληγή Plu.2.936f
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πληγή Plu.2.936f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανακρουστικός — ἀνακρουστικός, ή, όν (Α) [ἀνακρούω] ο ικανός να αντιδρά … Dictionary of Greek
ἀνακρουστικήν — ἀνακρουστικός capable of reacting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… … Dictionary of Greek